• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

hel

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ολλανδικά (nl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
  • 2 Πολωνικά (pl)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ουσιαστικό
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις

Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

hel (nl)

  • η κόλαση



Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

hel (pl) αρσενικό

  • (χημεία) το χημικό στοιχείο: ήλιο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • Helios
  • helio-
  • helowiec
  • helowy
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=hel&oldid=5243084"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:41
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:41.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie