Ετυμολογία

επεξεργασία
elle < λατινική illa (εκείνη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛl/
 

  Αντωνυμία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
elle elles

elle (fr) θηλυκό

  • αυτή, προσωπική αντωνυμία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

elle (lv)