illa
Γαλικιανά (gl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαilla (gl) θηλυκό
- το νησί
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαilla (ca) θηλυκό
- το νησί
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίαilla (la)
- ονομαστική και αφαιρετική ενικού, θηλυκού γένους του ille
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ille