κολάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακολάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κολάζω
- θα κολάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κολάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακολάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κόλαση