Δείτε επίσης: δυάρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυάρα οι δυάρες
      γενική της δυάρας
    αιτιατική τη δυάρα τις δυάρες
     κλητική δυάρα δυάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυάρα < δύο + -άρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυάρα θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη δύο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία