δυάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυάρα | οι | δυάρες |
γενική | της | δυάρας | — | |
αιτιατική | τη | δυάρα | τις | δυάρες |
κλητική | δυάρα | δυάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδυάρα θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δύο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυάρα
|