γλαυκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γλαυκός | η | γλαυκή | το | γλαυκό |
γενική | του | γλαυκού | της | γλαυκής | του | γλαυκού |
αιτιατική | τον | γλαυκό | τη | γλαυκή | το | γλαυκό |
κλητική | γλαυκέ | γλαυκή | γλαυκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γλαυκοί | οι | γλαυκές | τα | γλαυκά |
γενική | των | γλαυκών | των | γλαυκών | των | γλαυκών |
αιτιατική | τους | γλαυκούς | τις | γλαυκές | τα | γλαυκά |
κλητική | γλαυκοί | γλαυκές | γλαυκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλαυκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλαυκός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣlafˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλαυ‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαγλαυκός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
γλαυκ-
γλαυκ-
- απογλαυκώνω
- Γλαύκη
- Γλαυκίδες (αρσενικό, ταξινομία)
- γλαυκικό όξύ (χημεία)
- γλαυκίνη (χημεία)
- γλαύκινος (ορυκτολογία)
- γλαυκό
- γλαυκοδότης (ορυκτολογία)
- γλαυκόλιθος (ορυκτολογία)
- γλαυκόματος, γλαυκόμματος
- γλαυκονίτης (ορυκτολογία)
- γλαυκοπράσινος
- γλαυκοπυρίτης (ορυκτολογία)
- Γλαύκος
- γλαυκότητα
- γλαυκοφανής (ορυκτολογία)
- γλαυκόχρους (λόγιο)
- γλαυκώδης
- γλαύκωμα (ιατρική)
- γλαυκωματικός (ιατρική)
- γλαυκωπός
- γλαύκωση (ιατρική)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλαυκός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γλαύκα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλαυκός < ίσως από ρήμα γλαύσσω ή γλαύκιω που μπορεί να υπήρξε • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαγλαυκός, -ή, όν
- αστραφτερός, λαμπερός, σαν ασήμι, ίσως το φωτεινό γκρί του ασημιού ή το λευκό που αστράφτει και μοιάζει με το ασήμι
- ⮡ γλαυκή σελήνη
- (χρώμα) γαλαζοπράσινος, γκριζογάλανος
- ⮡ γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα (Ομηρος)
- (χρώμα) γκριζοπράσινος όπως η ελιά
- ⮡ γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας
- (χρώμα) γαλάζιο
- ※ λαμπρῷ δὲ λευκὸν συνελθὸν καὶ εἰς μέλαν κατακορὲς ἐμπεσὸν κυανοῦν χρῶμα ἀποτελεῖται, κυανοῦ δὲ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκόν, πυρροῦ δὲ μέλανι πράσιον. (ΠλατωνΤιμαίος 68)
- άμα αναμιχθεί το λαμπρό <ίσως ήταν μια απόχρωση του μπλε> με το λευκό και μετά κάποιος το βάλει σε μαύρο, σχηματίζεται το κυανό, και αν στο κυανό αναμίξει κάποιος λευκό, έχει το γαλάζιο,κι αν στο πυρρό βάλει μαύρο, έχει πράσινο
- ※ λαμπρῷ δὲ λευκὸν συνελθὸν καὶ εἰς μέλαν κατακορὲς ἐμπεσὸν κυανοῦν χρῶμα ἀποτελεῖται, κυανοῦ δὲ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκόν, πυρροῦ δὲ μέλανι πράσιον. (ΠλατωνΤιμαίος 68)
- γαλανομάτης
- ※ Βουδῖνοι δὲ ἔθνος ἐὸν μέγα καὶ πολλὸν γλαυκόν τε πᾶν ἰσχυρῶς ἐστι καὶ πυρρόν (για τους Σκύθες ο Ηρόδοτος, γαλανομάτηδες και ξανθοκοκκινοτρίχηδες)
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
γλαυκ-
γλαυκ-
- Γλαύκη, Γλαῦκος
- γλαυκιάω ( αγριοκοιτάζω και στη μεταγενέστερη ελληνική, έχω την πάθηση του γλαυκώματος)
- γλαύκινος (γκριζογάλανος)
- γλαῦκος (γκρίζο ψάρι)
- γλαύκωμα (η πάθηση)
- γλαυκόχρους ή γλαυκόχροος (το γκριζοπράσινο χρώμα της ελιάς)
- γλαυκῶπις και γλαυκώψ-γλαυκῶπος (επίθετο της Αθηνάς, είτε με την έννοια των αστραφτερών ματιών είτε των γαλανών)
- και πιθανή[1] σύνδεση με το γλαῦξ, γλαύξ
- Λέξεις γλαυκ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γλαύκα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γλαυκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλαυκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.