Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλαυκότητα οι γλαυκότητες
      γενική της γλαυκότητας των γλαυκοτήτων
    αιτιατική τη γλαυκότητα τις γλαυκότητες
     κλητική γλαυκότητα γλαυκότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλαυκότητα < αρχαία ελληνική γλαυκότης < γλαυκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλαυκότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία