γλαυκότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλαυκότητα < αρχαία ελληνική γλαυκότης < γλαυκός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλαυκότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του γλαυκού, το αστραφτερό γαλάζιο χρώμα
- ※ Η γαλήνια αύρα προσδίδει ζωντάνια στην γλαυκότητα του υπέρλαμπρου ουρανού.
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλαυκότητα
|