Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλαυκῶπις < γλαυκός και ὤψ

  Επίθετο επεξεργασία

γλαυκῶπις-ιδος (και ουσιαστικό)

  • Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα
  • πολίοχον Γλαυκώπιδα
  • τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
  • οὐδὲ Ποσειδάων οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ

Άλλες μορφές επεξεργασία