Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλαυκιάω < γλαυκός

  Ρήμα επεξεργασία

γλαυκιάω

  • εξακοντιζω άγριες ματιές