→ γένη
|
αρσενικό & θηλυκό
|
ουδέτερο
|
↓ πτώσεις
|
ενικός
|
ονομαστική
|
ὁ/ἡ
|
γλαυκόχροος > γλαυκόχρους
|
τὸ
|
γλαυκόχροον > γλαυκόχρουν
|
γενική
|
τοῦ/τῆς
|
γλαυκοχρόου > γλαυκόχρου
|
τοῦ
|
γλαυκοχρόου > γλαυκόχρου
|
δοτική
|
τῷ/τῇ
|
γλαυκοχρόῳ > γλαυκόχρῳ
|
τῷ
|
γλαυκοχρόῳ > γλαυκόχρῳ
|
αιτιατική
|
τὸν/τὴν
|
γλαυκόχροον > γλαυκόχρουν
|
τὸ
|
γλαυκόχροον > γλαυκόχρουν
|
κλητική ὦ!
|
|
γλαυκόχροε > γλαυκόχρους
|
|
γλαυκόχροον > γλαυκόχρουν
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
ονομαστική
|
οἱ/αἱ
|
γλαυκόχροοι > γλαυκόχροι
|
τὰ
|
γλαυκόχροᾰ > γλαυκόχροᾰ
|
γενική
|
τῶν
|
γλαυκοχρόων > γλαυκόχρων
|
τῶν
|
γλαυκοχρόων > γλαυκόχρων
|
δοτική
|
τοῖς/ταῖς
|
γλαυκοχρόοις > γλαυκόχροις
|
τοῖς
|
γλαυκοχρόοις > γλαυκόχροις
|
αιτιατική
|
τοὺς/τὰς
|
γλαυκοχρόους > γλαυκόχρους
|
τὰ
|
γλαυκόχροᾰ > γλαυκόχροᾰ
|
κλητική ὦ!
|
|
γλαυκόχροοι > γλαυκόχροι
|
|
γλαυκόχροᾰ > γλαυκόχροᾰ
|
|
δυϊκός
|
ονομ-αιτ-κλ
|
τὼ
|
γλαυκοχρόω > γλαυκόχρω
|
τὼ
|
γλαυκοχρόω > γλαυκόχρω
|
γεν-δοτ
|
τοῖν
|
γλαυκοχρόοιν > γλαυκόχροιν
|
τοῖν
|
γλαυκοχρόοιν > γλαυκόχροιν
|
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
|
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|