Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκριζοπράσινος η γκριζοπράσινη το γκριζοπράσινο
      γενική του γκριζοπράσινου της γκριζοπράσινης του γκριζοπράσινου
    αιτιατική τον γκριζοπράσινο την γκριζοπράσινη το γκριζοπράσινο
     κλητική γκριζοπράσινε γκριζοπράσινη γκριζοπράσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκριζοπράσινοι οι γκριζοπράσινες τα γκριζοπράσινα
      γενική των γκριζοπράσινων των γκριζοπράσινων των γκριζοπράσινων
    αιτιατική τους γκριζοπράσινους τις γκριζοπράσινες τα γκριζοπράσινα
     κλητική γκριζοπράσινοι γκριζοπράσινες γκριζοπράσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκριζοπράσινος < γκριζο- + πράσινος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈpɾa.si.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈpɾa.si.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈpɾa.si.no/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

γκριζοπράσινος, -η, -ο

  • που το χρώμα του είναι συνδυασμός των γκρίζου και πρασίνου, ή που είναι πράσινος με γκρίζες αποχρώσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία