χρόα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χρόᾱ | αἱ | χρόαι |
γενική | τῆς | χρόᾱς | τῶν | χροῶν |
δοτική | τῇ | χρόᾳ | ταῖς | χρόαις |
αιτιατική | τὴν | χρόᾱν | τὰς | χρόᾱς |
κλητική ὦ! | χρόᾱ | χρόαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρόᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρόαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρόα < χρώς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρόα θηλυκό
- αττικός τύπος του χροιά, ιωνικός τύπος του χροιή, επιδερμίδα, επιφάνεια δέρματος
- χρώμα