χροιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χροιά | οι | χροιές |
γενική | της | χροιάς | των | χροιών |
αιτιατική | τη | χροιά | τις | χροιές |
κλητική | χροιά | χροιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χροιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χροιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾiˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χροι‐ά
- τονικό παρώνυμο: χρεία
- παρώνυμο: γριά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχροιά θηλυκό
- η απόχρωση (για χρώματα, αντικείμενα)
- το ηχόχρωμα, το χαρακτηριστικό ενός ήχου
- (μεταφορικά) η νοηματική ή συναισθηματική ή άλλη απόχρωση, τόνος
- ⮡ το νέο μυθιστόρημά του έχει και μια πολιτική χροιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χροιᾱ́ | αἱ | χροιαί |
γενική | τῆς | χροιᾶς | τῶν | χροιῶν |
δοτική | τῇ | χροιᾷ | ταῖς | χροιαῖς |
αιτιατική | τὴν | χροιᾱ́ν | τὰς | χροιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | χροιᾱ́ | χροιαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χροιᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χροιαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχροιά < χρώς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχροιά θηλυκό
- η επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, το δέρμα
- → δείτε παράθεμα στο χροιή ιωνικός τύπος
- το χρώμα του δέρματος
- (μεταφορικά) η επιφανειακή, επιδερμική άποψη των πραγμάτων
- το χρώμα γενικά
- (μουσική) λεπτή διαφορά στη μουσική κλίμακα, μικροδιαφορά στoν τόνο της μελωδίας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χροιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χροιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.