ἑτερόχροια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑτερόχροιᾰ | αἱ | ἑτερόχροιαι | ||||
γενική | τῆς | ἑτεροχροίᾱς | τῶν | ἑτεροχροιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἑτεροχροίᾳ | ταῖς | ἑτεροχροίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἑτερόχροιᾰν | τὰς | ἑτεροχροίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἑτερόχροιᾰ | ἑτερόχροιαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑτεροχροίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑτεροχροίαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑτερόχροια (ελληνιστική κοινή) < ἑτερόχροος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἑτερόχροια, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χροιά
Πηγές
επεξεργασία- ἑτερόχροια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.