ηχόχρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈxo.xɾo.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηχόχρωμα ουδέτερο
- (μουσική) η ιδιαίτερη χροιά ενός ήχου, ανεξάρτητα από το ύψος ή την έντασή του
- ※ Κάθε όργανο υπάγεται υποχρεωτικά σε ορισμένες κατηγορίες (π.χ. πνευστά, έγχορδα, κρουστά), και χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα στοιχεία και ιδιότητες, όπως η τονική του έκταση, το ηχόχρωμά του, οι εκφραστικές του δυνατότητες καθώς και συγκεκριμένες τεχνικές εκτέλεσης που είναι διαφορετικές και χαρακτηριστικές για κάθε όργανο (π.χ. σπικάτο (spiccato) και πιτσικάτο (pizzicato) στα έγχορδα, με σορντίνα (sordina) στην τρομπέτα, και με αρμονικές στην άρπα). (Ενοργάνωση, notanota.gr, ανακτήθηκε στις 14/12/2024 )