Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nuance nuances

nuance (fr) θηλυκό

  1. παραλλαγή σε απόχρωση, λεπτή διαφορά σε χρωματισμό
  2. (μεταφορικά) ανεπαίσθητη διαφορά μεταξύ πραγμάτων του ίδιου είδους
  3. (μουσική) οι χρωματισμοί και τα σύμβολά τους
     δείτε  nuance (musique) στη γαλλική Βικιπαίδεια