nuance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nuance < γαλλική nuance (σκιά, μικρολεπτομέρεια) < nuer (σκιάζω) + -ance < nue < λατινική nubes (σύννεφο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nébʰos
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈnjuː.ɑːns/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnuance (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nuance | nuances |
nuance (fr) θηλυκό
- παραλλαγή σε απόχρωση, λεπτή διαφορά σε χρωματισμό
- (μεταφορικά) ανεπαίσθητη διαφορά μεταξύ πραγμάτων του ίδιου είδους
- (μουσική) οι χρωματισμοί και τα σύμβολά τους
- → δείτε nuance (musique) στη γαλλική Βικιπαίδεια