μικρολεπτομέρεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρολεπτομέρεια < μικρο- + λεπτομέρεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικρολεπτομέρεια θηλυκό
- μια μικρή ή ασήμαντη λεπτομέρεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρολεπτομέρεια
μικρολεπτομέρεια θηλυκό