Δείτε επίσης: χρωμάτισμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρωματισμός οι χρωματισμοί
      γενική του χρωματισμού των χρωματισμών
    αιτιατική τον χρωματισμό τους χρωματισμούς
     κλητική χρωματισμέ χρωματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρωματισμός < αρχαία ελληνική χρωματίζω < χρῶμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾo.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρω‐μα‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωματισμός αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) η εφαρμογή χρώματος σε μια επιφάνεια
     συνώνυμα: χρωμάτισμα
  2. (μεταφορικά)
    1. (για την ομιλία) το ιδιαίτερο ύφος, έκφραση ή τονισμός της φωνής κατά την εκφορά λόγου
    2. (μουσική, συνήθως στον πληθυντικό) η εκφραστική μεταβολή των ήχων μιας μουσικής σύνθεσης κατά την εκτέλεση, κυρίως ως προς την ένταση, αλλά και τη χροιά.
      ⮡  Τώρα θα δοκιμάσεις να παίξεις τη σονάτα με τους χρωματισμούς που έχει σημειώσει ο ίδιος ο συνθέτης. Το piano πρέπει να είναι γλυκό, και το forte γεμάτο ένταση!
      ⮡  Οι χρωματισμοί σημειώνονται με σύμβολα, τα αρχικά γράμματα ιταλικών όρων για τον τρόπο παιξίματος.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χρωμᾰτῐσμ-
ονομαστική χρωματισμός οἱ χρωματισμοί
      γενική τοῦ χρωματισμοῦ τῶν χρωματισμῶν
      δοτική τῷ χρωματισμ τοῖς χρωματισμοῖς
    αιτιατική τὸν χρωματισμόν τοὺς χρωματισμούς
     κλητική ! χρωματισμέ χρωματισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρωματισμώ
γεν-δοτ τοῖν  χρωματισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματισμός < αρχαία ελληνική χρωματίζω, χρωματισ- + -μός < χρῶμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωματισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία