Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαντζόχοιρος οι σκαντζόχοιροι
      γενική του σκαντζόχοιρου των σκαντζόχοιρων
    αιτιατική τον σκαντζόχοιρο τους σκαντζόχοιρους
     κλητική σκαντζόχοιρε σκαντζόχοιροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαντζόχοιρος < (ελληνιστική κοινή) ἀκανθόχοιρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαντζόχοιρος αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) κοινή ονομασία για όλα τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της υποοικογένειας των ερινακεϊνών (Erinaceinae), της οικογένειας των ερινακεϊδών (Erinaceidae)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σαν σκαντζόχοιρος: για άνθρωπο που το κούρεμα του μοιάζει με σκαντζόχοιρο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία