erinaco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- erinaco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | erinaco | erinacoj |
αιτιατική | erinacon | erinacojn |
erinaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | erinaco | erinacoj |
αιτιατική | erinacon | erinacojn |
erinaco (eo)