Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαιτήεις < χαίτη

  Επίθετο επεξεργασία

χαιτήεις,-εσσα, -εν και δωρικός τύποςχαιτάεις

  1. με μακρύ μαλλί που ανεμίζει, με μακριά κυματιστά μαλλιά ή γενικά μακριά
    χαιτήεις Ἀπόλλων
    Γάλλος ὁ χαιτάεις : ο με μακριά μαλλιά ιερέας της Κυβέλης
  2. με μεγάλη εντυπωσιακή χαίτη (για άλογο)
  3. με πυκνό τρίχωμα για την αρκούδα
  4. με πυκνό φύλλωμα για φυτά ((ελληνιστική κοινή))
    καλάμινθος χαιτέεις


Συγγενικά επεξεργασία