χαίτωμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχαίτωμα < χαίτη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαίτωμα ουδέτερο
- λόφος
- λοφίο περικεφαλαίας
- τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, κράνους χαίτωμ᾽, ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσω χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον (Αισχύλος)
Συγγενικά
επεξεργασία- χαιτήεις,-εσσα, -εν και δωρικός τύπος χαιτάεις (με μακριά μαλλιά που ανεμίζουν για θεούς\ανθρώπους και με πλούσια χαίτη για ζώα)
- χαίτη