κυματιστά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυματιστά < κυματιστός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίακυματιστά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυματιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακυματιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυματιστός