πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοφιά οι λοφιές
      γενική της λοφιάς των λοφιών
    αιτιατική τη λοφιά τις λοφιές
     κλητική λοφιά λοφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοφιά θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λοφιᾱ́ αἱ λοφιαί
      γενική τῆς λοφιᾶς τῶν λοφιῶν
      δοτική τῇ λοφι ταῖς λοφιαῖς
    αιτιατική τὴν λοφιᾱ́ν τὰς λοφιᾱ́ς
     κλητική ! λοφιᾱ́ λοφιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λοφιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  λοφιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λοφιά < λόφ(ος) + -ιά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοφιά θηλυκό

  1. ο λαιμός και η πλάτη ορισμένων ζώων
  2. (ελληνιστική κοινή) το πτερύγιο στη ράχη ενός ψαριού

Άλλες μορφές

επεξεργασία