Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λοφιή αἱ λοφιαί
      γενική τῆς λοφιῆς τῶν λοφιῶν
      δοτική τῇ λοφι ταῖς λοφιαῖς
    αιτιατική τὴν λοφιήν τὰς λοφιᾱ́ς
     κλητική ! λοφιή λοφιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λοφιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  λοφιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λοφιή < λοφιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λοφιή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία