βύβλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βύβλος | αἱ | βύβλοι |
γενική | τῆς | βύβλου | τῶν | βύβλων |
δοτική | τῇ | βύβλῳ | ταῖς | βύβλοις |
αιτιατική | τὴν | βύβλον | τὰς | βύβλους |
κλητική ὦ! | βύβλε | βύβλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βύβλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βύβλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βύβλος < Βύβλος < χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Gebal) και το αραβικό جبيل (λιβανοαραβικό Jbeil)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύβλος θηλυκό (& βίβλος)
- το αιγυπτιακό φυτό πάπυρος
- οι ίνες του φυτού πάπυρος, απ' τις οποίες παρασκευάζονταν διάφορα πράγματα (σχοινί, υλικό γραφής κ.λπ.)
- πληθυντικός οἱ βύβλοι & τά βύβλα: τα φύλλα του βιβλίου και (συνεκδοχικά) το βιβλίο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βύβλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βύβλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.