Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βύβλος αἱ βύβλοι
      γενική τῆς βύβλου τῶν βύβλων
      δοτική τῇ βύβλ ταῖς βύβλοις
    αιτιατική τὴν βύβλον τὰς βύβλους
     κλητική ! βύβλε βύβλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βύβλω
γεν-δοτ τοῖν  βύβλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βύβλος < Βύβλος < χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Gebal) και το αραβικό جبيل (λιβανοαραβικό Jbeil)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βύβλος θηλυκό (& βίβλος)

  1. το αιγυπτιακό φυτό πάπυρος
  2. οι ίνες του φυτού πάπυρος, απ' τις οποίες παρασκευάζονταν διάφορα πράγματα (σχοινί, υλικό γραφής κ.λπ.)
  3. πληθυντικός οἱ βύβλοι & τά βύβλα: τα φύλλα του βιβλίου και (συνεκδοχικά) το βιβλίο
     συνώνυμα:: βιβλίον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία