βίβλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βίβλος < αρχαία ελληνική βίβλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβίβλος θηλυκό
- Για τα θρησκευτικά έγγραφα, δείτε Βίβλος
- το βιβλίο της Βίβλου
- Γιαγιά, έχεις μια Βίβλο να βρω κάτι για το μάθημα των Θρησκευτικών;
- Κάθε συλλογή επισήμων εγγράφων
- η Λευκή Βίβλος (White Paper) (συλλογή ντοκουμέντων και προτάσεων για θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να διαμορφώσουν σαφέστερη άποψη)
- Η Μαύρη Βίβλος (τα "μαύρα κατάστιχα" για διάφορα πολιτικά θέματα)
- Η Χρυσή Βίβλος (Libro d' Oro) (βιβλίο στο οποίο έγραφαν οι Ιταλοί με χρυσό τα ονόματα των επιφανέστερων οικογενειών κάθε πόλης και που αντίστοιχο κρατήθηκε για μικρό διάστημα και στα Επτάνησα)
- Η Πράσινη Βίβλος για τα ευρωομόλογα, Κόκκινη Βίβλος κ.λπ.
- Η Αιγυπτιακή Βίβλος των Νεκρών
- (μεταφορικά) κάθε βιβλίο ή σύνολο συστηματοποιημένων εγγράφων προτάσεων που το έγραψε αυθεντία ή είναι πολύτιμο σε ένα τομέα ή το περιεχόμενο του για διάφορους λόγους δεν αμφισβητείται
- Η Βίβλος των Μωαμεθανών είναι το Κοράνι (το ιερό τους βιβλίο δηλαδή)
- Αυτή είναι η νέα Βίβλος της οικονομίας
- Αυτό το λεξικό είναι Βίβλος για τον καθηγητή σου, μην κακοχαρακτηρίζεις το συγγαραφέα του
- βίβλος λεγόταν καταχρηστικά τον περασμένο αιώνα και το βιβλίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βίβλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βίβλος < βύβλος < Βύβλος (πόλη της Φοινίκης, από όπου εισαγόταν κατεργασμένος πάπυρος) < χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Gebal) και το αραβικό جبيل (λιβανοαραβικό Jbeil)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβίβλος (& βύβλος)