συστηματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συστηματοποιημένος < μετοχή του ρήματος συστηματοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
συστηματοποιημένος -η -ο
- που έχει οργανωθεί με ένα ορισμένο κώδικα, σύστημα, αρχές, οργανωμένος, τακτοποιημένος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συστηματοποιημένος
|