ὥσπερ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὥσπερ < ὡς + -περ (εγκλιτικό μόριο που ενωνόταν με τις λέξεις για να ενισχύσει την έννοιά τους με τη σημασία του "ακριβώς")
Επίρρημα
επεξεργασίαὥσπερ (αναφορικό τροπικό)
- όπως ακριβώς, έτσι ακριβώς όπως· εισήγε κυρίως αναφορικές προτάσεις που μπορεί να ήταν τροπικές ή παραβολικές (παρομοιαστικές, δηλαδή)
- ※ ὥσπερ γὰρ ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός͵ οὕτως καὶ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς γυναικός· τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ θεοῦ (Προς Κορινθίους Α΄ Επιστολή Παύλου)
Πηγές
επεξεργασία- ὥσπερ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὥσπερ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.