Ετυμολογία

επεξεργασία
  • ὥσπερ < ὡς + -περ (εγκλιτικό μόριο που ενωνόταν με τις λέξεις για να ενισχύσει την έννοιά τους με τη σημασία του "ακριβώς")

  Επίρρημα

επεξεργασία

ὥσπερ (αναφορικό τροπικό)

  • όπως ακριβώς, έτσι ακριβώς όπως· εισήγε κυρίως αναφορικές προτάσεις που μπορεί να ήταν τροπικές ή παραβολικές (παρομοιαστικές, δηλαδή)
    ※  ὥσπερ γὰρ ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός͵ οὕτως καὶ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς γυναικός· τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ θεοῦ (Προς Κορινθίους Α΄ Επιστολή Παύλου)