Δείτε επίσης: αναχαιτίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναχαιτίζω < ἀνά + χαίτη

ἀναχαιτίζω

  1. (για άλογο) ρίχνω προς τα πίσω τη χαίτη και σηκώνομαι στα δυο πίσω πόδια
    • (με αιτ.) σηκώνομαι στα δύο πίσω πόδια και ρίχνω τον αναβάτη
  2. (μεταφορικά) γίνομαι δύστροπος, απείθαρχος
  3. (με γεν.) απαλλάσσομαι από κάτι που με πιέζει
  4. ανακόπτω, σταματώ
  5. (αμετάβατο) τινάζομαι προς τα πίσω