χαλίνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χαλίνωσῐς | αἱ | χαλινώσεις |
γενική | τῆς | χαλινώσεως | τῶν | χαλινώσεων |
δοτική | τῇ | χαλινώσει | ταῖς | χαλινώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | χαλίνωσῐν | τὰς | χαλινώσεις |
κλητική ὦ! | χαλίνωσῐ | χαλινώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαλινώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χαλινωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχαλίνωσις < χαλιν(όω), χαλινῶ + -σις (-ωσις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλίνωσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χαλινός
Πηγές
επεξεργασία- χαλίνωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαλίνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.