↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαλίνωσῐς αἱ χαλινώσεις
      γενική τῆς χαλινώσεως τῶν χαλινώσεων
      δοτική τῇ χαλινώσει ταῖς χαλινώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χαλίνωσῐν τὰς χαλινώσεις
     κλητική ! χαλίνωσῐ χαλινώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαλινώσει
γεν-δοτ τοῖν  χαλινωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλίνωσις < χαλιν(όω), χαλινῶ + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλίνωσις, -εως θηλυκό

  • η τοποθέτηση χαλινού σε ζώο, το χαλίνωμα, η χαλίνωση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Περὶ ἱππικῆς, 3.11
    ※  τάς δέ γε τῶν χαλινώσεων καί ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις καί τἆλλα δή νεύματα...
    όσον αφορά στην αντίσταση του ζώου να χαλινωθεί ή να το καβαλήσουν και τις άλλες αντιδράσεις του...

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χαλινός