Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλινωτήρια < χαλινόω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλινωτήρια ουδέτερο (μόνο στον πληθυντικό, γενική: τῶν χαλινωτηρίων)


Συγγενικά

επεξεργασία