Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλιναγωγέω < χαλινός + ἄγω

χαλιναγωγέω-χαλιναγωγῶ (ελληνιστικό ρήμα)

  1. οδηγώ, κατευθύνω άλογο με το χαλινάρι
  2. καθοδηγώ, ελέγχω
  3. αναχαιτίζω