Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλιναγωγώ < ελληνιστική κοινή χαλιναγωγέω / χαλιναγωγῶ < αρχαία ελληνική χαλινός + ἄγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.li.na.ɣoˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐λι‐να‐γω‐γώ

χαλιναγωγώ, πρτ.: χαλιναγωγούσα, στ.μέλλ.: θα χαλιναγωγήσω, αόρ.: χαλιναγώγησα, παθ.φωνή: χαλιναγωγούμαι, μτχ.π.π.: χαλιναγωγημένος

  1. (σπάνιο, κυριολεκτικά) οδηγώ υποζύγιο με χαλινάρι
  2. (μεταφορικά) τραβάω το «χαλινάρι»· συγκρατώ κάτι, δεν το αφήνω να κινηθεί έξω από ορισμένα όρια, περιορίζω
    ※  Ο δυνάστης αυτός πρέπει να είναι έτοιμος πάντοτε να σηκώνει το δυνατό χέρι του, για να χαλιναγωγεί τα πάθη τους, και τέλος —παραιτούμενος από την προσπάθεια να τους εθίσει στις κοινωνικές αρετές (τόσο ανάγωγοι είναι!)— να τους αναγκάζει να μένουν τουλάχιστον ήσυχοι. (Απόστολος Βακαλόπουλος, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 1983, σελ. 94)
    ※  Για τα μέλη της Συνέλευσης της Φιλαδέλφειας, ο πρόεδρος έπρεπε να μπορεί να χαλιναγωγεί την ισχύ του Κογκρέσου και να προσφέρει λύσεις στα επείγοντα ζητήματα, χωρίς όμως να έχει τέτοια ισχύ που να του επιτρέψει να εγκαθιδρύσει ένα αυταρχικό, προσωποκεντρικό σύστημα. (www.tovima.gr, 16.01.2024)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία