Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχαλινώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αποχαλινώνω

  • αφήνω κάποιον ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει.

  Μεταφράσεις επεξεργασία