↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλιναγώγηση οι χαλιναγωγήσεις
      γενική της χαλιναγώγησης* των χαλιναγωγήσεων
    αιτιατική τη χαλιναγώγηση τις χαλιναγωγήσεις
     κλητική χαλιναγώγηση χαλιναγωγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλιναγωγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλιναγώγηση < καθαρεύουσα χαλιναγώγησις < ελληνιστική κοινή χαλιναγωγέω / χαλιναγωγῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλιναγώγηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία