↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχαλίνωση οι αποχαλινώσεις
      γενική της αποχαλίνωσης* των αποχαλινώσεων
    αιτιατική την αποχαλίνωση τις αποχαλινώσεις
     κλητική αποχαλίνωση αποχαλινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχαλινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχαλίνωση < απο- + χαλίνωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποχαλίνωση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η αφαίρεση του χαλινού από το κεφάλι του αλόγου, η κατάσταση κατά την οποία το άλογο είναι χωρίς χαλινό
    ※  Το όνομα του Ιππολύτου έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως, αλλά νομίζω πως η πλέον πειστική ερμηνεία είναι η προταθείσα από τον Burkert, σύμφωνα με την οποία η σημασία του ονόματος «ιππόλυτος» είναι ισοδύναμη της πράξης της αποχαλίνωσης των αλόγων, κατ' αναλογίαν προς το ομηρικό «βούλυτος» που σημαίνει το χρόνο και την κατάσταση κατά την οποία τα βόδια είναι λυτά, ξεζεμένα (Αργοσαρωνικός: Από τους σκοτεινούς χρόνους ως το τέλος της Ρωμαιοκρατίας, Δήμος Πόρου, 2003, σελ. 120
  2. (μεταφορικά) (η συνηθέστερη χρήση) η εξάλειψη κάθε ηθικού φραγμού που οδηγεί στην ασυδοσία, ο εκτραχηλισμός
    ※  Τα γεγονότα, η αιματοχυσία, η αγριότητα, η αποχαλίνωση των πιο βάρβαρων ανθρώπινων ενστίκτων, όλα ήταν εκεί. (Θανάσης Διαμαντόπουλος, Ο δικαστής, 2019 [1])
    ※  Η προτροπή αυτή οδήγησε σε μία χυδαία υποτίμηση της αγάπης και σε μία αποχαλίνωση του μίσους τόσο μεταξύ ανθρώπων όσο και μεταξύ λαών (Δημήτρης Δημητριάδης, Το πέρασμα στην άλλη όχθη: μια ραδιοφωνική συνομιλία με τον Γιώργο Καλιεντζίδη, εκδ. Άγρα, 2005, σελ. 123)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία