Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dérèglement dérèglements

dérèglement (fr) αρσενικό

  1. η απορρύθμιση
  2. η αποχαλίνωση

Συγγενικά

επεξεργασία