dérèglement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.ʁɛ.ɡlə.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dérèglement | dérèglements |
dérèglement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
dérèglement | dérèglements |
dérèglement (fr) αρσενικό