Ετυμολογία

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ʁɛ.ɡlə.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dérèglement dérèglements

dérèglement (fr) αρσενικό

  1. η απορρύθμιση
  2. η αποχαλίνωση

Συγγενικά

επεξεργασία