εκτραχηλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτραχηλισμός < ελληνιστική κοινή ἐκτραχηλισμός < αρχαία ελληνική ἐκτραχηλίζω < τράχηλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκτραχηλισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτραχηλίζομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκτραχηλισμός
|