ποδηγέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποδηγέτηση | οι | ποδηγετήσεις |
γενική | της | ποδηγέτησης* | των | ποδηγετήσεων |
αιτιατική | την | ποδηγέτηση | τις | ποδηγετήσεις |
κλητική | ποδηγέτηση | ποδηγετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποδηγετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποδηγέτηση < ρήμα ποδηγετώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδηγέτηση θηλυκό
- η διαπαιδαγώγηση, η καθοδήγηση
- η χειραγώγηση
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποδηγέτηση
|