τιθασεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιθασεύω < αρχαία ελληνική < τιθασός (: αρχικά, το εξημερωμένο ζώο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.θaˈse.vo/
Ρήμα
επεξεργασίατιθασεύω
- εξημερώνω άγριο ζώο
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον να υπακούει στη βούλησή μου, ελέγχω κάτι / κάποιον
- δεν μπορεί να τιθασεύσει τα νεύρα του
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τιθασεύω | τιθάσευα | θα τιθασεύω | να τιθασεύω | τιθασεύοντας | |
β' ενικ. | τιθασεύεις | τιθάσευες | θα τιθασεύεις | να τιθασεύεις | τιθάσευε | |
γ' ενικ. | τιθασεύει | τιθάσευε | θα τιθασεύει | να τιθασεύει | ||
α' πληθ. | τιθασεύουμε | τιθασεύαμε | θα τιθασεύουμε | να τιθασεύουμε | ||
β' πληθ. | τιθασεύετε | τιθασεύατε | θα τιθασεύετε | να τιθασεύετε | τιθασεύετε | |
γ' πληθ. | τιθασεύουν(ε) | τιθάσευαν τιθασεύαν(ε) |
θα τιθασεύουν(ε) | να τιθασεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τιθάσεψα | θα τιθασέψω | να τιθασέψω | τιθασέψει | ||
β' ενικ. | τιθάσεψες | θα τιθασέψεις | να τιθασέψεις | τιθάσεψε | ||
γ' ενικ. | τιθάσεψε | θα τιθασέψει | να τιθασέψει | |||
α' πληθ. | τιθασέψαμε | θα τιθασέψουμε | να τιθασέψουμε | |||
β' πληθ. | τιθασέψατε | θα τιθασέψετε | να τιθασέψετε | τιθασέψτε | ||
γ' πληθ. | τιθάσεψαν τιθασέψαν(ε) |
θα τιθασέψουν(ε) | να τιθασέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τιθασέψει | είχα τιθασέψει | θα έχω τιθασέψει | να έχω τιθασέψει | ||
β' ενικ. | έχεις τιθασέψει | είχες τιθασέψει | θα έχεις τιθασέψει | να έχεις τιθασέψει | έχε τιθασεμένο | |
γ' ενικ. | έχει τιθασέψει | είχε τιθασέψει | θα έχει τιθασέψει | να έχει τιθασέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε τιθασέψει | είχαμε τιθασέψει | θα έχουμε τιθασέψει | να έχουμε τιθασέψει | ||
β' πληθ. | έχετε τιθασέψει | είχατε τιθασέψει | θα έχετε τιθασέψει | να έχετε τιθασέψει | έχετε τιθασεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν τιθασέψει | είχαν τιθασέψει | θα έχουν τιθασέψει | να έχουν τιθασέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τιθασεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τιθασεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τιθασεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τιθασεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τιθασεύομαι | τιθασευόμουν(α) | θα τιθασεύομαι | να τιθασεύομαι | ||
β' ενικ. | τιθασεύεσαι | τιθασευόσουν(α) | θα τιθασεύεσαι | να τιθασεύεσαι | (τιθασεύου) | |
γ' ενικ. | τιθασεύεται | τιθασευόταν(ε) | θα τιθασεύεται | να τιθασεύεται | ||
α' πληθ. | τιθασευόμαστε | τιθασευόμαστε τιθασευόμασταν |
θα τιθασευόμαστε | να τιθασευόμαστε | ||
β' πληθ. | τιθασεύεστε | τιθασευόσαστε τιθασευόσασταν |
θα τιθασεύεστε | να τιθασεύεστε | (τιθασεύεστε) | |
γ' πληθ. | τιθασεύονται | τιθασεύονταν τιθασευόντουσαν |
θα τιθασεύονται | να τιθασεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τιθασεύτηκα | θα τιθασευτώ | να τιθασευτώ | τιθασευτεί | ||
β' ενικ. | τιθασεύτηκες | θα τιθασευτείς | να τιθασευτείς | τιθασέψου | ||
γ' ενικ. | τιθασεύτηκε | θα τιθασευτεί | να τιθασευτεί | |||
α' πληθ. | τιθασευτήκαμε | θα τιθασευτούμε | να τιθασευτούμε | |||
β' πληθ. | τιθασευτήκατε | θα τιθασευτείτε | να τιθασευτείτε | τιθασευτείτε | ||
γ' πληθ. | τιθασεύτηκαν τιθασευτήκαν(ε) |
θα τιθασευτούν(ε) | να τιθασευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τιθασευτεί | είχα τιθασευτεί | θα έχω τιθασευτεί | να έχω τιθασευτεί | τιθασεμένος | |
β' ενικ. | έχεις τιθασευτεί | είχες τιθασευτεί | θα έχεις τιθασευτεί | να έχεις τιθασευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει τιθασευτεί | είχε τιθασευτεί | θα έχει τιθασευτεί | να έχει τιθασευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τιθασευτεί | είχαμε τιθασευτεί | θα έχουμε τιθασευτεί | να έχουμε τιθασευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε τιθασευτεί | είχατε τιθασευτεί | θα έχετε τιθασευτεί | να έχετε τιθασευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τιθασευτεί | είχαν τιθασευτεί | θα έχουν τιθασευτεί | να έχουν τιθασευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τιθασεμένος - είμαστε, είστε, είναι τιθασεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τιθασεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τιθασεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τιθασεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τιθασεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τιθασεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τιθασεμένοι |