χαλιναγωγημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλιναγωγημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου χαλιναγωγώ
Μετοχή
επεξεργασίαχαλιναγωγημένος, χαλιναγωγημένη, χαλιναγωγημένο
- που τελεί υπό έλεγχο, έχει αναστολές επιβεβλημένες από εξωγενείς παράγοντες ή από δική του αυτοσυγκράτηση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαλιναγωγημένος
|