↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέφρενος η ξέφρενη το ξέφρενο
      γενική του ξέφρενου της ξέφρενης του ξέφρενου
    αιτιατική τον ξέφρενο την ξέφρενη το ξέφρενο
     κλητική ξέφρενε ξέφρενη ξέφρενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέφρενοι οι ξέφρενες τα ξέφρενα
      γενική των ξέφρενων των ξέφρενων των ξέφρενων
    αιτιατική τους ξέφρενους τις ξέφρενες τα ξέφρενα
     κλητική ξέφρενοι ξέφρενες ξέφρενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέφρενος < ξε- (στερητικό) + φρένες ή από τη φράση έξω φρενών (γενική πληθυντικού της λέξης φρήν αλλά και μετοχή του φρενόω, συνετίζω). Πολλοί χρησιμοποιουν τη λέξη με την έννοια του ασταμάτητου και αισθάνονται ότι η ετυμολογία είναι από το φρένο που ομως αποτελεί πολύ νεότερη λέξη

  Επίθετο

επεξεργασία

ξέφρενος, -η, -ο

  1. ορμητικός, πολύ γρήγορος, ασταμάτητος, χωρίς λογική, πολύ ενστικτώδης
    ⮡  ξέφρενο κυνηγητό, ξέφρενη άνοδος του χρηματιστηρίου, η ξέφρενη πορεία του ΙΧ, ξέφρενο πάρτι, ξέφρενο γλέντι, ξέφρενος δανεισμός, ξέφρενος χορός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία