ξέφρενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξέφρενος | η | ξέφρενη | το | ξέφρενο |
γενική | του | ξέφρενου | της | ξέφρενης | του | ξέφρενου |
αιτιατική | τον | ξέφρενο | την | ξέφρενη | το | ξέφρενο |
κλητική | ξέφρενε | ξέφρενη | ξέφρενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξέφρενοι | οι | ξέφρενες | τα | ξέφρενα |
γενική | των | ξέφρενων | των | ξέφρενων | των | ξέφρενων |
αιτιατική | τους | ξέφρενους | τις | ξέφρενες | τα | ξέφρενα |
κλητική | ξέφρενοι | ξέφρενες | ξέφρενα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξέφρενος < ξε- (στερητικό) + φρένες ή από τη φράση έξω φρενών (γενική πληθυντικού της λέξης φρήν αλλά και μετοχή του φρενόω, συνετίζω). Πολλοί χρησιμοποιουν τη λέξη με την έννοια του ασταμάτητου και αισθάνονται ότι η ετυμολογία είναι από το φρένο που ομως αποτελεί πολύ νεότερη λέξη
Επίθετο
επεξεργασίαξέφρενος, -η, -ο
- ορμητικός, πολύ γρήγορος, ασταμάτητος, χωρίς λογική, πολύ ενστικτώδης
- ⮡ ξέφρενο κυνηγητό, ξέφρενη άνοδος του χρηματιστηρίου, η ξέφρενη πορεία του ΙΧ, ξέφρενο πάρτι, ξέφρενο γλέντι, ξέφρενος δανεισμός, ξέφρενος χορός