Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέφρενα < ξέφρενος

Επίρρημα

επεξεργασία

ξέφρενα

  • ανεξέλεγκτα, χωρίς αυτοσυγκράτηση για άνθρωπο ή χωρίς έλεγχο για αντικείμενο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία