ξέφρενα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξέφρενα < ξέφρενος
Επίρρημα επεξεργασία
ξέφρενα
- ανεξέλεγκτα, χωρίς αυτοσυγκράτηση για άνθρωπο ή χωρίς έλεγχο για αντικείμενο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξέφρενα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ξέφρενα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξέφρενο