ανεξέλεγκτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεξέλεγκτα < ανεξέλεγκτος
Επίρρημα
επεξεργασίαανεξέλεγκτα
- κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, χωρίς έλεγχο
- ο πληθωρισμός ανέβαινε ανεξέλεγκτα και τα νοικοκυριά οδηγούνταν σε πτώχευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεξέλεγκτα