Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεξέλεγκτα < ανεξέλεγκτος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανεξέλεγκτα

  1. κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, χωρίς έλεγχο
    ο πληθωρισμός ανέβαινε ανεξέλεγκτα και τα νοικοκυριά οδηγούνταν σε πτώχευση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία