Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεξέλεγκτα < ανεξέλεγκτος

  Επίρρημα επεξεργασία

ανεξέλεγκτα

  1. κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, χωρίς έλεγχο
    ο πληθωρισμός ανέβαινε ανεξέλεγκτα και τα νοικοκυριά οδηγούνταν σε πτώχευση

  Μεταφράσεις επεξεργασία