Ετυμολογία

επεξεργασία

θυμιάζω

  1. (θρησκεία) (μεταφορικά) άλλη μορφή του θυμιατίζω
    Στη Μυτιλήνη θυμιάζουν τους παλαβούς. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία