Ετυμολογία

επεξεργασία
θυμιάζω < μεσαιωνική ελληνική θυμιάζω < αρχαία ελληνική θυμιάω / θυμιῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θi.miˈa.zo/ & /θiˈmɲa.zo/

θυμιάζω

  1. (θρησκεία) (μεταφορικά) άλλη μορφή του θυμιατίζω
    Στη Μυτιλήνη θυμιάζουν τους παλαβούς. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία