θυμιατίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θυμιατίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θυμιατίζω < θυμιατός < αρχαία ελληνική θυμιατός < θυμιάω / θυμιῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θi.mɲaˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θυ‐μια‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαθυμιατίζω, αόρ.: θυμιάτισα, παθ.φωνή: θυμιατίζομαι, π.αόρ.: θυμιατίστηκα, μτχ.π.π.: θυμιατισμένος
- (θρησκεία) ρίχνω τριγύρω με το θυμιατήρι καπνό θυμιάματος
- (μεταφορικά) κολακεύω κάποιον υπερβολικά, τον εγκωμιάζω σε υπερβολικό βαθμό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θυμιατίζω | θυμιάτιζα | θα θυμιατίζω | να θυμιατίζω | θυμιατίζοντας | |
β' ενικ. | θυμιατίζεις | θυμιάτιζες | θα θυμιατίζεις | να θυμιατίζεις | θυμιάτιζε | |
γ' ενικ. | θυμιατίζει | θυμιάτιζε | θα θυμιατίζει | να θυμιατίζει | ||
α' πληθ. | θυμιατίζουμε | θυμιατίζαμε | θα θυμιατίζουμε | να θυμιατίζουμε | ||
β' πληθ. | θυμιατίζετε | θυμιατίζατε | θα θυμιατίζετε | να θυμιατίζετε | θυμιατίζετε | |
γ' πληθ. | θυμιατίζουν(ε) | θυμιάτιζαν θυμιατίζαν(ε) |
θα θυμιατίζουν(ε) | να θυμιατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θυμιάτισα | θα θυμιατίσω | να θυμιατίσω | θυμιατίσει | ||
β' ενικ. | θυμιάτισες | θα θυμιατίσεις | να θυμιατίσεις | θυμιάτισε | ||
γ' ενικ. | θυμιάτισε | θα θυμιατίσει | να θυμιατίσει | |||
α' πληθ. | θυμιατίσαμε | θα θυμιατίσουμε | να θυμιατίσουμε | |||
β' πληθ. | θυμιατίσατε | θα θυμιατίσετε | να θυμιατίσετε | θυμιατίστε | ||
γ' πληθ. | θυμιάτισαν θυμιατίσαν(ε) |
θα θυμιατίσουν(ε) | να θυμιατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θυμιατίσει | είχα θυμιατίσει | θα έχω θυμιατίσει | να έχω θυμιατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις θυμιατίσει | είχες θυμιατίσει | θα έχεις θυμιατίσει | να έχεις θυμιατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει θυμιατίσει | είχε θυμιατίσει | θα έχει θυμιατίσει | να έχει θυμιατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θυμιατίσει | είχαμε θυμιατίσει | θα έχουμε θυμιατίσει | να έχουμε θυμιατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε θυμιατίσει | είχατε θυμιατίσει | θα έχετε θυμιατίσει | να έχετε θυμιατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θυμιατίσει | είχαν θυμιατίσει | θα έχουν θυμιατίσει | να έχουν θυμιατίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θυμιατίζομαι | θυμιατιζόμουν(α) | θα θυμιατίζομαι | να θυμιατίζομαι | ||
β' ενικ. | θυμιατίζεσαι | θυμιατιζόσουν(α) | θα θυμιατίζεσαι | να θυμιατίζεσαι | ||
γ' ενικ. | θυμιατίζεται | θυμιατιζόταν(ε) | θα θυμιατίζεται | να θυμιατίζεται | ||
α' πληθ. | θυμιατιζόμαστε | θυμιατιζόμαστε θυμιατιζόμασταν |
θα θυμιατιζόμαστε | να θυμιατιζόμαστε | ||
β' πληθ. | θυμιατίζεστε | θυμιατιζόσαστε θυμιατιζόσασταν |
θα θυμιατίζεστε | να θυμιατίζεστε | (θυμιατίζεστε) | |
γ' πληθ. | θυμιατίζονται | θυμιατίζονταν θυμιατιζόντουσαν |
θα θυμιατίζονται | να θυμιατίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θυμιατίστηκα | θα θυμιατιστώ | να θυμιατιστώ | θυμιατιστεί | ||
β' ενικ. | θυμιατίστηκες | θα θυμιατιστείς | να θυμιατιστείς | θυμιατίσου | ||
γ' ενικ. | θυμιατίστηκε | θα θυμιατιστεί | να θυμιατιστεί | |||
α' πληθ. | θυμιατιστήκαμε | θα θυμιατιστούμε | να θυμιατιστούμε | |||
β' πληθ. | θυμιατιστήκατε | θα θυμιατιστείτε | να θυμιατιστείτε | θυμιατιστείτε | ||
γ' πληθ. | θυμιατίστηκαν θυμιατιστήκαν(ε) |
θα θυμιατιστούν(ε) | να θυμιατιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θυμιατιστεί | είχα θυμιατιστεί | θα έχω θυμιατιστεί | να έχω θυμιατιστεί | θυμιατισμένος | |
β' ενικ. | έχεις θυμιατιστεί | είχες θυμιατιστεί | θα έχεις θυμιατιστεί | να έχεις θυμιατιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει θυμιατιστεί | είχε θυμιατιστεί | θα έχει θυμιατιστεί | να έχει θυμιατιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θυμιατιστεί | είχαμε θυμιατιστεί | θα έχουμε θυμιατιστεί | να έχουμε θυμιατιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε θυμιατιστεί | είχατε θυμιατιστεί | θα έχετε θυμιατιστεί | να έχετε θυμιατιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θυμιατιστεί | είχαν θυμιατιστεί | θα έχουν θυμιατιστεί | να έχουν θυμιατιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι θυμιατισμένος - είμαστε, είστε, είναι θυμιατισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν θυμιατισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν θυμιατισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι θυμιατισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι θυμιατισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι θυμιατισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι θυμιατισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία θυμιατίζω
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- θυμιατίζω < θυμιατ(ός) + -ίζω < αρχαία ελληνική θυμιατός < θυμιάω / θυμιῶ
Ρήμα
επεξεργασίαθυμιατίζω (θρησκεία)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θυμιατός
Πηγές
επεξεργασία- θυμιατίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].