Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θυμιατισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θυμιατισμέν
ος
η
θυμιατισμέν
η
το
θυμιατισμέν
ο
γενική
του
θυμιατισμέν
ου
της
θυμιατισμέν
ης
του
θυμιατισμέν
ου
αιτιατική
τον
θυμιατισμέν
ο
τη
θυμιατισμέν
η
το
θυμιατισμέν
ο
κλητική
θυμιατισμέν
ε
θυμιατισμέν
η
θυμιατισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θυμιατισμέν
οι
οι
θυμιατισμέν
ες
τα
θυμιατισμέν
α
γενική
των
θυμιατισμέν
ων
των
θυμιατισμέν
ων
των
θυμιατισμέν
ων
αιτιατική
τους
θυμιατισμέν
ους
τις
θυμιατισμέν
ες
τα
θυμιατισμέν
α
κλητική
θυμιατισμέν
οι
θυμιατισμέν
ες
θυμιατισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θυμιατισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
θυμιατίζω
Μετοχή
επεξεργασία
θυμιατισμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
θυμιατίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυμιατισμένος