incense
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
incense | incenses |
incense (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | incense |
γ΄ ενικό ενεστώτα | incenses |
αόριστος | incensed |
παθητική μετοχή | incensed |
ενεργητική μετοχή | incensing |
incense (en)