λιβάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιβάνι | τα | λιβάνια |
γενική | του | λιβανιού | των | λιβανιών |
αιτιατική | το | λιβάνι | τα | λιβάνια |
κλητική | λιβάνι | λιβάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιβάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιβάνιν < αρχαία ελληνική λίβανος[1] < φοινικικά 𐤋𐤁𐤍 (άσπρος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /liˈva.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐βά‐νι
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιβάνι ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- λιβανέζικος
- Λιβανέζα
- Λιβανέζος
- λιβανίζω
- λιβανικός
- λιβάνισμα
- λιβανιστήρι
- λίβανος
- Λίβανος
- λιβανωτό
- λιβανωτός
- νεκρολίβανο
Εκφράσεις επεξεργασία
- κερί και λιβάνι: κατάρα που λέγεται συνήθως ως απάντηση σε εκείνους που επαναλαμβάνουν τη λέξη «και» ή τη λέξη «Κύριε»
- μυρίζει λιβάνι: είναι ετοιμοθάνατος
- όπως ο διάολος το λιβάνι: πάρα πολύ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λιβάνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιβάνι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λιβάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας